- δωρίσδω
- βλ. δωρίζω (Ι).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δωρίζω — (I) δωρίζω και δωρ. τ. δωρίσδω (Α) 1. μιμούμαι τους Δωριείς 2. παθ. είμαι γραμμένος στη δωρική διάλεκτο. (II) (Μ δωρίζω) κάνω δωρεά, χαρίζω … Dictionary of Greek